Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἐρινύσιν — Ἐρινύς the Erinys fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζόφιος — ζόφιος, ον (Α) [ζόφος] ζόφεος, ζοφερός («ὑπὸ ζοφίαισιν Ἐρινύσιν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek